Στην πλήρη απελευθέρωση των οδικών εμπορευματικών μεταφορών, δηλαδή των κλάδων των φορτηγών και των βυτιοφόρων, από την 1η Ιανουαρίου προχωρά το υπουργείο Υποδομών, Μεταφορών και Δικτύων υλοποιώντας, όπως έχει τονίσει ο υπουργός κ. Μ. Βορίδης, την μνημονιακή υποχρέωση που έχει αναλάβει η χώρα μας.
Η απελευθέρωση του κλάδου προβλέπεται σε τροπολογία του υπουργείου που κατατέθηκε τη Δευτέρα στην Βουλή και καταργεί την μεταβατική περιόδο που έδινε στον κλάδο ως τα μέσα του 2013 ο νόμος Ρέππα.
Σύμφωνα με πληροφορίες το ποσό της εισφοράς που θα πληρώνουν οι
ενδιαφερόμενοι για να αποκτήσουν άδεια, φορτηγού ή βυτιοφόρου, θα διαμορφωθεί περίπου στα 1.500 ευρώ, χωρίς να αποκλείεται να είναι ακόμη χαμηλότερο.
Το τελικό ποσό της εισφοράς θα καθοριστεί με κοινή υπουργική απόφαση των συναρμόδιων υπουργών, ωστόσο όπως διευκρινίζεται στην τροπολογία, το ποσό της εισφοράς δεν θα ξεπερνά το διοικητικό κόστος που σχετίζεται με την διαδικασία αδειδότησης και επιβάλλεται με αντικειμενικά και διαφανή κριτήρια, αναλογικά με τον αριθμό των οχημάτων του οδικού μεταφορέα που ζητά την άδεια.
Στην τροπολογία σημειώνεται ότι με την κατάργηση της μεταβατικής περιόδου, η οποία επρόκειτο να ολοκληρωθεί τον Ιούλιο του 2013, εναρμονίζεται πλήρως η ισχύουσα εθνική νομοθεσία των οδικών εμπορευματικών μεταφορών με τα ισχύοντα στις χώρες της ΕΕ.
Αιφνιδιασμός για τους μεταφορείς
Η κατάθεση της τροπολογίας αιφνιδίασε τους μεταφορείς οι οποίοι δήλωναν, σε όλους τους τόνους ότι δεν ανέμεναν μια τέτοια συμπεριφορά από τον κ. Βορίδη και ζητούσαν συνάντηση μαζί του προκειμένου να ξεκαθαρίσει πλήρως το τοπίο.
Πάντως από την πλευρά του ο υπουργός είχε ξεκαθαρίσει, ήδη από την προηγούμενη εβδομάδα, ότι, σε αντίθεση με τα ταξί που εισήχθησαν στο μνημόνιο με πρωτοβουλία Ραγκούση, η απελευθέρωση των οδικών εμπορευματικών μεταφορών αποτελεί υποχρέωση που έχει αναλάβει η χώρα μας με την υπογραφή του μνημονίου.
Να θυμίσουμε ότι νόμος Ρέππα προέβλεπε την σταδιακή απομείωση της καταβαλλόμενης εισφοράς σε μια προσπάθεια οι υφιστάμενοι μεταφορείς να μην απολέσουν άμεσα το σύνολο της αξίας της άδειάς τους που ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες ευρώ για μια άδεια φορτηγού και ιδίως για μια άδεια βυτιοφόρου.
Ειδικότερα ο νόμος Ρέππα καθόριζε την ειδική εισφορά ανάλογα με την κατηγορία και το μεικτό βάρος του οχήματος για τα μεν φορτηγά:
-10.000 ευρώ για τον πρώτο τόνο, 2.000 ευρώ για κάθε επόμενο έως τους επτά και 1.500 ευρώ για κάθε τόνο πέραν τον επτά και εως τους 40 τόνους.
Για την άδεια βυτιοφόρου το κόστος της εισφοράς καθορίζονταν στις 27.000 ευρώ για τον πρώτο τόνο και 3.000 ευρώ για κάθε επόμενο τόνο έως τους 42.
Τα εν λόγω ποσό μειώνονταν κατά το μεταβατικό διάστημα. Η πρώτη μείωση 30% είχε γίνει ήδη από την 1η Ιανουαρίου του 2011, η δεύτερη 35% επρόκειτο να τεθεί σε ισχύ από την νέα χρονιά, ενώ από την 1η Ιανουαρίου του 2013 θα γίνονταν η τελευταία μείωση 35%.
Ο νόμος Ρέππα είχε οδηγήσει σε μηδενική εμπορευσιμότητα
Γεγονός είναι όμως ότι με το εν λόγω σύστημα η εμπορευσιμότητα των αδειών είχε ουσιαστικά μηδενιστεί καθώς οι μεταφορείς απέφευγαν να επενδύσουν υπολογίσιμα ποσά για την απόκτηση μιας άδειας το κόστος της οποίας ήταν προγραμματισμένο να μηδενιστεί.
Για τη χαμηλή εμπορευσιμότητα βεβαίως ευθύνονταν και η χρονίζουσα οικονομική κρίση, η οποία είχε οδηγήσει σε δραστικό περιορισμό του μεταφορικού έργου, με τους Έλληνες μεταφορείς να αντιμετωπίζουν εκτός των άλλων και αθέμιτο ανταγωνισμό από «αλλοδαπά» οχήματα ελληνικών όμως συμφερόντων.
Οι όποιες αγοραπωλησίες αδειών έχουν γίνει τον τελευταίο χρόνο, αφορούν στην δευτερογενή αγορά, δηλαδή μεταξύ ιδιωτών, και σε χαμηλότερες τιμές ενώ, αντίθετα, δεν υπήρχε ενδιαφέρον για την πρωτογενή αγορά, δηλαδή για την αγορά άδειας κατευθείαν από το κράτος στις τιμές καταλόγου.
Αξίζει να σημειωθεί, τέλος, ότι σύμφωνα με τους εκπροσώπους των αυτοκινητιστών στο διάστημα του τελευταίου έτους έχουν κατατεθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες περισσότερες από 1.000 πινακίδες φορτηγών οχημάτων καθώς η διατήρηση τους δεν ήταν συμφέρουσα για τους ιδιοκτήτες.