ΤΟ ΜΠΑΜΠΑΛΟ ΣΤΟ ΜΑΤΙ

Ήταν εκείνα τα δύσκολα, τα εφιαλτικά χρόνια του Εμφυλίου (1945-1949), ο οποίος είχε αρχίσει
όταν ήμουν στην

προσχολική και τελείωσε όταν βρισκόμουν στην πρώτη σχολική ηλικία.
 Έζησα έντονα τη
σκληράδα των χρόνων εκείνων χωρίς να μπορώ τότε
να εξηγήσω τα μεγάλα «γιατί», που με στοίχειωναν. Δεν
χρειάζεται να τονίσω πως η σκληράδα εκείνη σημάδεψε
πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως τον χαρακτήρα μου και
με συνοδεύει μέχρι σήμερα. 

   Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ένα μεγάλο μέρος
του νεανικού ανδρικού πληθυσμού της μικρής μας πόλης έλειπε από τα σπίτια του, είτε εκούσια είτε ακούσια, για να συμμετέχει στην άγρια αλληλοσφαγή, στην
αδυσώπητη αδελφοκτονία. Ένα μέρος των νεαρών αυτών ανδρών δρούσε στα βουνά και στα λαγκάδια και το
υπόλοιπο στα φυλάκια και στους σταθμούς, που είχαν
δημιουργηθεί στις πόλεις και στα χωριά για να αντιμετωπίσει το άλλο μέρος.

    Ο πατέρας μου, ως ανήκων τα
χρόνια εκείνα στον νεανικό ανδρικό πληθυσμό, έλειπε
από το σπίτι μας συμμετέχοντας και αυτός στη φρίκη
των καιρών, στο μεγάλο μακελειό, αφήνοντας την οικογένειά του έρμαιο των συνεπειών της φρίκης αυτής
των καιρών. Η μάνα μου, έχοντας δυο μικρά παιδιά, εμένα και τον αδελφό μου τον Τάκη, δυο χρόνια μικρότερό μου, πάσχιζε μόνη της να αντιμετωπίσει την αμείλικτη καθημερινότητα υλικά, ηθικά και ψυχολογικά. Η
ανέχεια, οι απειλές, ο τρόμος και η ανά πάσα στιγμή πιθανότητα τραυματισμού ή σκοτωμού του πατέρα μου
ήταν βάρος δυσβάστακτο, όπως αξιολογώ τώρα, για τη
μάνα μου. Κάθε βράδυ μας έβαζε, εμένα και τον αδελφό μου να κοιμηθούμε στα κρεβάτια μας, που ήταν εκατέρωθεν του τζακιού κι αυτή καθόταν ανάμεσά μας σε
μια καρέκλα μπροστά στο τζάκι. 

   Έσβυνε πιο πριν τη λάμπα του ηλεκτρικού και άναβε μια μικρή γκαζόλαμπα
(λάμπα πετρελαίου) που ήταν τοποθετημένη πάνω στο
ράφι του τζακιού. Τη μικρή αυτή λάμπα την ονομάζαμε «λαμπούδ’» και έμενε αναμμένη καθ’ όλη τη διάρκεια της νύχτας καθ’ όσον εμείς τα παιδιά φοβόμασταν
το σκοτάδι. Μας έβαζε λοιπόν να κοιμηθούμε αφού λέγαμε γονατιστοί και «φωναχτά» την προσευχή μας η
οποία πάντα τελείωνε με τη φράση: «Παναγίτσα μου,
φέρε γρήγορα στο σπίτι μας το μπαμπά μας από τον
… πόλεμο!».

     Η μάνα έμενε εκεί καθισμένη κρατώντας ένα πλεκτό στο χέρι της. Ο αδελφός μου κοιμόταν αμέσως. Εγώ
συνήθιζα πριν κοιμηθώ να σκέφτομαι και να αυτοσχεδιάζω διάφορες ιστορίες, που τις ψιθύριζα μοναχός μου.
Κατά διαστήματα άνοιγα τα μάτια μου και έβλεπα τη
μάνα μου εκεί ακίνητη με το πλεκτό στο χέρι. Και κάθε
λίγο (συγκλονίζομαι κάθε φορά, που έρχεται αυτή η εικόνα στο μυαλό μου), την έβλεπα να σκουπίζει τα μάτια
της και πότε πότε να ταράζεται ολόκληρη από λυγμούς,
που προσπαθούσε να τους συγκρατήσει, όπως μπορώ
να αξιολογήσω σήμερα. Την εικόνα αυτή την έβλεπα
να εκτυλίσσεται κάθε βράδυ σχεδόν αναλλοίωτη χωρίς
να αντιλαμβάνεται η μάνα μου ότι την παρακολουθώώσπου να με πάρει ο ύπνος.

     Τέλος κάποιο βράδυ δεν
άντεξα, όταν την είδα πάλι στην ίδια στάση, σηκώθηκα,
ανακάθισα στο κρεβάτι μου και της είπα: «Μαμά, γιατί κλαις κάθε βράδυ; Τι σε πονάει;». Η μάνα μου γύρισε και με κοίταξε ξαφνιασμένη από την αναπάντεχη
παρουσία μου και κυρίως από την αναπάντεχη ερώτησή μου. Κράτησε όμως την ψυχραιμία της και μου είπε
ήρεμα: «Δεν κλαίω, παιδάκι μου. Δεν με πονάει τίποτα. Να, ένα μπάμπαλο μπήκε στο μάτι μου και κάνει
να τρέχουν δάκρυα. Κοιμήσου τώρα εσύ».
Ξάπλωσα ξανά, σκεπάστηκα, αλλά ήταν αδύνατο να
κοιμηθώ. Βασανιστικά ερωτήματα τριβέλιζαν το μυαλό μου. «Τι μπάμπαλο ήταν αυτό, που κάθε βράδυ την
ίδια ώρα πήγαινε ειδικά στο μάτι της μάνας μου και
την έκανε να κλαίει;», αναρωτιόμουνα και ξανααναρωτιώμουνα χωρίς να μπορώ να βρω απάντηση. Δεν είχα
άλλωστε σαφή ιδέα για το σχήμα, το μέγεθος, την υφή
και την προέλευση των «μπάμπαλων», καθώς και του
τρόπου που πήγαιναν στο μάτι της μάνας μου και της
προκαλούσαν δακρύρροια. Ξύπνησα πολύ προβληματισμένος για το μπάμπαλο της μάνας μου και το κακό που
της έκανε. Κάποια στιγμή έπιασα τον αδελφό μου και
του είπα πως βλέπω τη μαμά κάθε βράδυ να κλαίει γιατί
πηγαίνει ένα μπάμπαλο στα μάτια της! 

    Ο αδελφός μου,
ο οποίος από τότε ήταν πιο τολμηρός και πιο αποφασιστικός από μένα, μου λέει: «Που είναι αυτό το μπάμπαλο, από πού έρχεται να πάω να το σκοτώσω!». Εγώ,
όπως είπα, είχα ασαφή ιδέα για τη σύσταση του μπάμπαλου και βέβαια κατά μείζονα λόγο για τον τόπο διαμονής του. Για να μη δείξω όμως την άγνοιά μου στον
αδελφό μου του είπα ότι το μπάμπαλο είναι όλη την
ημέρα κρυμμένο κάτω από το κρεβάτι της μαμάς μας
και το βράδυ, όταν κάθεται να πλέξει στην καρέκλα, πηγαίνει και μπαίνει στο μάτι της. Ο αδελφός με κοίταξε
με θαυμασμό για τις γνώσεις μου όσον αφορά στα μπάμπαλα! Δεν είπε άλλο τίποτα. 

   Φαίνεται όμως ότι είχεπάρει την απόφαση να εξολοθρεύσει το μπάμπαλο.
Αυτά που θα γράψω στη συνέχεια είναι όπως τα
άκουγα πολλές φορές να τα διηγείται ημάνα μου σε
συγγενείς και φίλους ευρισκόμενη όσο τα διηγούνταν
σε κατάσταση άκρας συγκινησιακής φόρτισης, που κι
αυτό τώρα το αξιολογώ. Ιδού η διήγηση της μάνας μου.
«Μια μέρα ήμουν στο πλυσταριό και έπλενα και δίπλα μου είχα τομικρό μου το γιο τον Τάκη, που έπαιζε με
τα νερά. Κάποια στιγμή ένιωσα πολλή ησυχία και γύρισα να δω τι κάνει το παιδί. Τρόμαξα! Είχε εξαφανισθεί!
Άρχισα να φωνάζω Τάκη, Τάκη. Τίποτα. Βγαίνω στην
αυλή. Τίποτα. Μπαίνω μέσα στο σπίτι Τάκη, Τάκη, Τακούλη. Τίποτα. Τι τρομάρα που πήρα η έρμη. Εκεί που
γύριζα από δωμάτιο σε δωμάτιο σαν τρελή φωνάζοντας,
τον βλέπω να βγάζει σιγά σιγά το κεφάλι του κάτω από
το κρεβάτι μου και τέλος να εμφανίζεται ολόκληρος
σερνόμενος και κρατώντας ένα θηρίο (τεράστιο) μαχαίρι, που είχαμε στην κουζίνα. Ξίφριξα, καλή μου.             Καταξίφριξα. Τον ρώτησα τι κάνεις εκεί, παιδάκι μου; Γιατί
κρύφτηκες κάτω από το κρεβάτι; 

   Γιατί πήρες το μαχαίρι;
Θα βγάλεις κανένα μάτι. Θα μαχαιρωθείς, παιδάκι μου.
Με έβλεπε μες στα μάτια ο Τακούλης μου όση ώρα μιλούσα και ακούτε τι μου είπε: «Σώπα, σώμα μη φωνάζεις. Ψάχνω κάτω από το κρεβάτι να βρω το μπάμπαλο, που έρχεται τα βράδια στα μάτια σου και σε κάνει
να κλαις. Ο Γιάννης μου είπε ότι είναι κάτω απ’ το κρεβάτι γι’ αυτό ψάχνω να το βρω για να το σφάξω για να
μη ξαναέρθει στα μάτια σου». Μ’ έπιασε τρέλα. Μέρες
δεν μπορούσα να συνέλθω όταν σκεφτόμουν από τι κίνδυνο πέρασε το παιδάκι μου να σέρνεται μ’ ένα θηρίο
μαχαίρι κάτω από το κρεβάτι, στα σκοτεινά και να ψάχνει να σφάξει το μπάμπαλο για με γλυτώσει!». 

    Κάθε φορά, που η μανούλα μου διηγούνταν την παραπάνω σκηνή, με τον αδελφό μου να κρατάει το μαχαίρι για να σφάξει το μπάμπαλο για χάρη της, ξεσπούσε
σε λυγμούς και τα μάτια της γέμιζαν δάκρυα.
Σίγουρα τα δάκρυα αυτά, που συνόδευαν τη διήγηση, δεν οφείλονταν σε μπάμπαλο. Είναι όμως περισσότερο από σίγουρο ότι και τα βραδινά της δάκρυα
μπροστά στο τζάκι δεν οφείλονταν σε μπάμπαλα και ας
προσπαθούσε να μας πείθει για το αντίθετο για να μην
πληγώνει κι εμάς ενώ η ίδια ήταν βαριά πληγωμένη από
τον εφιάλτη των καιρών εκείνων. 

   Αιώνια μάνα!


Του Γιάννη Τσίκουλα   Ομ. Καθηγητής Παιδιατρικής Α.Π.Θ
απο την  ΠΕΡΙΟΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΟΥ ΠΑΓΧΑΛΚΙΔΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ «Ο ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ»

Απάντηση

Αρέσει σε %d bloggers: