Μαύρη χελιδόνα
Γράφει ο Χρήστος Αθ. Φυλαχτός
Από το πρωί δεν μπορώ να ηρεμήσω. Είμαι συγκλονισμένος. Πήρα την πένα και άρχισα να γράφω. Η ψυχή μιλούσε και το μολύβι έγραφε.
Θερμά συλλυπητήρια σε όλους. Το κείμενο που ακολουθεί είναι κάτι που βγήκε από μέσα μου την ώρα που γυρνούσαμε το έθιμο της χελιδονας. Και αυτό που σκεφτόμουν ήταν ότι μπορούσε να είναι ο καθένας μας στη θέση των επιβατών της μοιραίας σύγκρουσης.
Μαύρη χελιδόνα
Τα παιδιά μαζεύτηκαν στο σημείο συνάντησης που είχαν ορίσει την προηγούμενη μέρα οι δάσκαλοι. Όλοι οι μαθητές ήταν χαρούμενοι για την άνοιξη που τους χαμογελούσε και για το μάθημα που θα έχαναν. Α! Ήταν και το έθιμο που θα το συνέχιζαν και θα χαίρονταν όλοι οι χωριανοί. Ετοιμάστηκαν. Ξεκίνησαν. Έφυγαν από την πλατεία και κίνησαν για τα σοκάκια του χωριού. Παντού ηχούσε το τραγούδι:
“Ήρτι ήρτι η χιλιδόνα
Ήρτι κι άλλη μιλιδόνα.
Θάλασσαν επερασι
κι φουλιά θεμέλιουσι.
Κάθισε κι λάλησι
κι λαλεί και λέει…
Οι κάτοικοι έβγαιναν από τα σπίτια τους και έδιναν στα παιδιά κεράσματα, χρήματα και αβγά. Τα παιδιά χαμογελούσαν. Μόνο ο δάσκαλος ήταν σκυθρωπός. Ακολουθούσε σιωπηλός και πρόσεχε τα παιδιά. Μόνο τους χωριανούς χαιρετούσε μ’ ένα σιγανό καλημέρα και πήγαινε πίσω από τους μαθητές. Δεν ήθελε να φανερώσει τον πόνο και τη θλίψη που γυρόφερνε το είναι του. Παιδιά ήταν, έπρεπε να το χαρούν όλο αυτό.
Όταν μέσιασαν το χωριό, κάθισαν να ξαποστάσουν σε κάτι παγκάκια. Κάποια παιδιά προνόησαν και πήραν κολατσιό. Το εβγαλαν και άρχισαν να μασουλάνε. Αυτός αποτραβήχτηκε παραπέρα και βυθίστηκε στις σκέψεις του. Το πρωινό ατύχημα με τα τρένα τον είχε συγκλονίσει. Πονούσε μέσα του. Τόσοι άνθρωποι χάθηκαν άδικα. Οι αρμόδιοι τι κάνουν; Ποιος μπορεί να φέρει πίσω όλους αυτούς; Τι να πει κάποιους στους γονείς αυτών των παιδιων; Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα στροβίλιζαν το μυαλό του. Ήταν τόσο απορροφημενος στις σκέψεις του που δεν κατάλαβε τα δύο κορίτσια που τον πλησίασαν.
Έβηξε ελαφρά η πιο τσαούσα από τις δύο. Ο δάσκαλος ξύπνησε από τις σκέψεις του Γύρισε και τις κοίταξε. Ρώτησε:
– Τι πάθατε κοριτσια; Θέλετε κάτι;
Η άλλη, όχι η τσαούσα, απάντησε:
– Κύριε, σας είδαμε που είστε κάπως και καταλάβαμε ότι κάτι σας απασχολεί. Μπορείτε να μας πείτε τι σας συμβαίνει. Εσείς λέτε ότι πρέπει να μοιραζόμαστε τις έγνοιες και τις στεναχώριες.
Ο δάσκαλος στύλωσε τα μάτια στο κορίτσι. Προσπάθησε να χαμογελάσει, όμως δεν τα κατάφερε. Η θλίψη τον είχε κυριέψει. Το μόνο που ψέλλισε ήταν:
– Σήμερα, κορίτσια είναι μαύρη μέρα για όλη τη χώρα. Η Ελλάδα πονάει. Και δεν ξέρω πότε θα κλείσουν αυτές οι πληγές…
Η τσαούσα πήρε το λόγο:
– Γιατί, κυριε; Τι έγινε;
Γύρισε και την είδε και της αποκρίθηκε:
– Έγινε ένα ατύχημα στα Τέμπη. Δύο τρένα συγκρουστηκαν και χάθηκαν πολλές ζωές. Υπάρχουν και πολλοί τραυματίες. Όλα τα κανάλια το δείχνουν.
Τα κορίτσια χλώμιασαν, παραπάτησαν και στη συνέχεια κάθισαν δίπλα στο δάσκαλο τους. Η τσαούσα βρήκε λίγο κουράγιο και ξαναρώτησε
– Και τώρα, κύριε τι θα γίνει; Θα αποδοθούν ευθυνες;
– Δεν ξέρω, κορίτσι μου. Και να σε πω και κάτι, δε με απασχολεί τώρα. Άλλο κυριαρχεί μέσα μου και με έχει συντρίψει. Τον ανθρώπινο πόνο και αυτές τις ψυχές πώς θα τις φέρουμε πίσω; Και αυτοί που τους περιμένουν πώς θα το ξεπεράσουν; Τα παιδιά που χάθηκαν μπορεί να ήταν ο γιος, η κόρη μου, η αδερφή, ο αδερφός. Είναι ο δικός μας πόνος.
Και τα δύο κορίτσια χαμήλωσαν το κεφάλι. Τα λόγια του δασκάλου τους στεναχώρησαν. Πριν χαθούν και οι τρεις στις σκέψεις τους, ακούστηκαν φωνές και φασαρία. Τα άλλα παιδιά ήθελαν να συνεχίσουν τη χιλιδόνα. Ο δάσκαλος όρθωσε το κορμί του, έκανε νόημα στις δύο μαθήτριες να τον ακολούθησαν. Αφού πλησίασαν και τους υπόλοιπους μαθητές, κίνησαν για το υπόλοιπο χωριό για να πουν τη χελιδόνα και να μοιράσουν σκάρφη. Λίγο πριν πιάσουν το τραγούδι η τσαούσα ψιθύρισε στη συμμαθήτρια της : Φέτος η χελιδόνα θα είναι μαύρη. Δε θα υπάρχει πουθενά άσπρο.
Ο δάσκαλος την άκουσε, την κοίταξε και συμφώνησε. Ο πρώτος μήνας της άνοιξης δυστυχώς έφερνε πόνο μαζεμένο και το χαμόγελο κρύφτηκε στη συννεφιά που άρχιζε να σκεπάζει το μικρο χωριό που κρυβόταν στις πλαγιές του βουνού.
Χρήστος Αθ. Φυλαχτός
Καλο παράδεισο.
