Η ενότητα φωτογραφιών «Προσπαθώντας Περισσότερο» έχει ως κεντρικό θέμα την εικόνα της γυναίκας που αγωνίζεται, άλλοτε με περισσότερη και άλλοτε με λιγότερη επιτυχία, να επιβιώσει υλικά αλλά και ψυχολογικά κάτω από συνθήκες όχι απλώς αντίξοες, αλλά κυριολεκτικά ακατανόητες για τους περισσότερους από μας. Και πάντα, σχεδόν, μονάχη:
ανήλικη μητέρα, νέα κοπέλα, μετανάστρια, χήρα, ηλικιωμένη ή απλώς γυναίκα που αποτελεί το μοναδικό οικονομικό αποκούμπι της οικογενείας της. Κάποιες από τις γυναίκες αυτές φωτογραφίζονται στον τόπο εργασίας τους, είτε χωράφι είναι είτε δρόμος, πολύ συχνά όμως ο Κατσάγγελος επιλέγει να τις απαθανατίσει στον ιδιωτικό τους χώρο. Οι χώροι κυμαίνονται από τους σχετικά παστρικούς και τους απλά θλιβερούς μέχρι τους εντελώς απαράδεκτους, όπως η περιστοιχισμένη από σωρούς απορριμμάτων τσιγγάνικη σκηνή στο Σουλουκουλέ.
Γεγονός παραμένει πως ο Γιώργος Κατσάγγελος κατάφερε όντως να γίνει αποδεκτός από διακριτές κοινωνικές ομάδες εντελώς διαφορετικές, πολιτισμικά όσο και γεωγραφικά, από τη δική του κοινωνική προέλευση. Η επιτυχία αυτή οφείλεται βέβαια εν μέρει στην επαγγελματική εμπειρία και επιμονή του – η φωτογράφιση των Rom του Σουλουκουλέ, λόγου χάριν, διήρκεσε δεκαεφτά μήνες, από τον Αύγουστο 2007 έως τον Φεβρουάριο 2009. Όπως ο ίδιος σημειώνει, «Η δική μου έρευνα και προσπάθεια ήταν να γνωριστώ μαζί τους, να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους και να τις φωτογραφίσω έτσι που η οικειότητα που αναπτύχθηκε να είναι φανερή. Αυτό με οδήγησε στην επανάληψη στις πολλαπλές επισκέψεις στην εξοικείωση με το θέμα μου». Η προσπάθεια όμως αυτή δεν θα επαρκούσε από μόνη της αν δεν συνοδευόταν από τον σεβασμό και τη διακριτικότητα που προφανώς διακρίνουν τον φωτογράφο στις σχέσεις του με τα άτομα που επέλεξε να φωτογραφίσει.
Ο σεβασμός προς τον «άλλο» χαρακτηρίζει εξάλλου ολόκληρο το έργο του Κατσάγγελου, εκφραζόμενος μέσα από μια σταθερή αποφυγή του εύκολου εντυπωσιασμού σε όλα τα επίπεδα. Το βλέπουμε τόσο στη μονογραφία Θρησκευτικά (1995), οι φωτογραφίες της οποίας αντιπαρέρχονται τον πειρασμό μιας υπερβολικά εξωτικής απεικόνισης των λαϊκών λατρευτικών παραδόσεων της Ελλάδας, όσο και στην εξαιρετική Σιωπή (2001), όπου τα πορτραίτα ψυχολογικά διαταραγμένων ανθρώπων δεν ξεπέφτουν ποτέ στη σκοποφιλία ή το γκροτέσκο, αποφεύγοντας ακόμα και στις ποιό ακραίες περιπτώσεις να παραβιάσουν την αξιοπρέπεια του ατόμου. Στην τελευταία του αυτή εργασία, ο σεβασμός που διέπει το εγχείρημα του Κατσάγγελου είναι αντάξιος του θάρρους που επιδεικνύουν σε καθημερινή βάση οι γυναίκες του Κουμ Καπί και της Αβάνας.