Aκολουθήστε μας στο Google News!
Ίσως είναι ότι πιο όμορφο και συνάμα αληθινό έχει γραφτεί και έχουμε διαβάσει για τις αστοχίες και τα λάθη, που έγιναν στην τουριστική και οικοδομική ανάπτυξη, που έμελλε να γνωρίσει ένα από τα ωραιότερα “πόδια” του
κόσμου. Η Κασσάνδρα Χαλκιδικής. Τίποτα άλλο. Απλά διαβάστε το.
Επιστολή μιας απελπισμένης γυναίκας
Αγαπητά «Omorfa Taxidia»
Με αφορμή την πρόσφατη ανάρτησή σας, με θέμα τις συνθήκες «Άγριας Δύσης» στη Χαλκιδική, θα ήθελα να εκμυστηρευτώ το πρόβλημά μου.
Ονομάζομαι Κασσάνδρα και η ηλικία μου είναι κάποιων χιλιάδων ετών. Παρά την ηλικία μου εμφανισιακά είμαι κουκλίτσα. Έχω και άλλα δύο πανέμορφα αδέλφια. Τη Σιθωνία και τον Άθω. Η μαμά μας η Χαλκιδική, λέει πως οι μπαμπάδες… ή μάλλον οι «προστάτες μας» πολλοί.
Ο αδελφός μου ο Άθως, είναι και ο πιο τυχερός. Την «κοπάνησε» εδώ και 1.000 χρόνια από όλους και όλα και απομονώθηκε. Τον έχει η Παναγία υπό την προστασία της. Ξέκοψε και με το ένα από τα τρία κακά, τη γυνή και σώθηκε.. Σκληρή η μοναξιά του, αλλά έχει βρει τη ψυχική γαλήνη και ηρεμία του. Μήπως τελικά έκανε την καλύτερη επιλογή;
Η άλλη μας η αδελφή η Σιθωνία, αντικειμενικά είναι η πιο όμορφη και γκλαμουράτη από τους τρεις μας. Λίγο ψηλομύτα όμως, δυσπρόσιτη, απόμακρη και λίγο δύσκολη σε νέες παρέες. Κρατάει κι αυτή προς το παρόν ένα στυλάκι και ύφος μπλαζέ, του τύπου «βαράτε με κι ας κλαίω». Τι να κάνουμε, το έχουν αυτό το χούι όσες κυρίες μετράνε στην πιάτσα.
Αυτή βέβαια την προσεγγίζουν φίλοι υψηλού οικονομικού επιπέδου, κι αυτή δε λέει όχι. Όταν προσεγγίζεις και δημιουργήσεις σχέση μόνιμη ή περιστασιακή, παράνομη ή νόμιμη με μια κουκλάρα σαν τη Σιθωνία, κύριε θα πλερώσεις. Βέβαια κι αυτή κάποια στιγμή θα το φάει το κεφάλι της γιατί πάει φιρί-φιρί. Θέλει όλο και περισσότερα. Όπως κάθε γυναίκα, θέλει λούσα, κοσμικότητες, νέα ξενοδοχεία, μεζονέτες, τουρίστες. Θα έρθει και γι αυτήν κάποια στιγμή το κοστολόγιο.
Χρυσοπληρώνει ο άλλος κυρία μου, αλλά σε θέλει έτοιμη να του κάνεις και όλα τα γούστα…
Πάμε σε εμένα τώρα. Η ατυχία είναι ότι είμαι ευκολοπρόσιτη, πιο κοντινή και ευκολόπιστη στους Θεσσαλονικείς και επαρχιώτες της Μακεδονίας. Μέχρι το 1970 ήμουν και εγώ σαν τη Σιθωνία. Παρθένα και ξεκομμένη, κυρίως λόγω της άθλιας πρόσβασης και την έλλειψη ευμάρειας των υποψήφιων εραστών μου. Είχα βέβαια κάποιες περιστασιακές σχέσεις με κάποιους ρομαντικούς, λάτρεις της φύσης μου. Μόνο αυτοί με κοίταξαν βαθιά στα μάτια, και όχι στο κορμί..
Εκείνη την εποχή υπήρχαν κι άλλες γκόμενες που μας συναγωνιζόταν. Β΄ εθνικής όμως. Η Ασπροβάλτα, η Πιερία, η Περαία, η Μηχανιώνα κτλ. Καλούτσικες, αξιοπρεπείς, γλυκές, αλλά σαν εμάς όχι. To λένε κι όλοι άλλωστε σήμερα: «Σαν τη Χαλκιδική πουθενά».
Ήταν και η νοοτροπία εκείνα τα χρόνια, που η πλειοψηφία τις προτιμούσε. Πιστεύω ότι απλά δεν είχαν ανακαλύψει τα εκπληκτικά προσόντα μου. Εγώ είχα λίγους και καλούς φίλους. Τα τελευταία όμως χρόνια οι «προστάτες μου», συγνώμη οι γονείς μου ήθελα να πω, κατάλαβαν την αξία μου και άλλαξαν τακτική.
Στην αρχή διακριτικά και μετά απροκάλυπτα με «πάσαραν» σε όλο και νέους φίλους. Αρχικά ήταν λίγοι, μετά έγιναν αμέτρητοι. Όλοι με θώπευαν κι από λίγο. Άλλοι ντροπαλά, άλλοι σφυρίζοντας αδιάφορα σα να μη συμβαίνει τίποτα, και άλλοι έριχναν και καμιά κλεφτή ματιά μήπως τους βλέπει κάποιος. Είδαν ότι δεν αντιδρώ, είδαν ότι κανείς δε με υπερασπίζεται, είδαν ότι οι γονείς-προστάτες μου αντί να με προστατεύσουν, αντίθετα με έσπρωχναν περισσότερο στην αμαρτία, και ξεσάλωσαν.
Άρχισαν να ασελγούν όλοι πάνω μου χωρίς ίχνος ντροπής. Άλλοι κατά φύση και άλλοι παρά φύση. Ειδικά οι μερακλήδες έχτιζαν, έχτιζαν, έχτιζαν οτιδήποτε και οπουδήποτε πάνω στο κορμί μου. Κι εγώ έκλαιγα βουβά. Και σιωπούσα, σιωπούσα, σιωπούσα, κάνοντας υπομονή να δω μέχρι που θα φτάσει η ξευτίλα μου, αλλά και η δική τους. Ώσπου δεν άντεξα. Δε θα ξεχάσω ποτέ τη ζεστή νύχτα της 21ης Αυγούστου 2006 όπου γνώρισα ένα εκπληκτικό παιδί με το όνομα «Εμπρηστής»… Όπως σας είπα και στην αρχή, μέχρι να γνωρίσω το παλληκάρι όλοι τους ήταν ωφελημένοι και βολεμένοι. Εκτός από εμένα βέβαια. Όλοι κερδισμένοι από την ομορφιά και τα προσόντα μου. Γονείς, εραστές, θείοι, τοπική και κεντρική διοίκηση, επιχειρηματίες καταστημάτων, εργολάβοι. Όλοι.
Ενώ ήξεραν ότι το κορμί μου βιαζόταν καθημερινά από νόμιμες και παράνομες σχέσεις, όλοι μου «έκλειναν το μάτι» να κάνω υπομονή. Ήταν πολλά τα οφέλη και τα κέρδη έλεγαν. Άλλοι με βίαζαν αυθημερόν. Ερχόταν από Θεσσαλονίκη και Μακεδονία πρωί και έφευγαν βράδυ. Αυτούς τους θεωρούσαν φτωχομπινέδες οι γονείς μου. Νόμιζαν ότι είμαι ιδιοκτησία τους και ότι τους ανήκω, και έτσι προτιμούσαν πιο xάϊ παρέες. Όλος ο καλός και «ανεβασμένος» κόσμος πλήρωνε για πάρτη μου. Ειδικά οι Ρώσοι ούτε καν ρωτούσαν τιμή. Ήθελαν όλοι αχόρταγα να είναι μέσα στο κορμί μου.
Κάποιοι έξυπνοι –ή μάλλον κουτοπόνηροι- με ήθελαν αποκλειστικά για την πάρτη τους. Ήταν που ήταν παράνομοι , με κόλπα έκλειναν την πρόσβαση των απλών ανθρώπων στις παραλίες μου… στο κορμί μου ήθελα να πω. Τι χυδαίοι….
Κι εγώ καθημερινά, έκλαιγα-έκλαιγα κρυφά από όλους τους κάθε βράδυ. Για τη δική μου κατάντια, αλλά και τη δική τους. Διότι που λόγος για ύπνο. Δε χόρταιναν οι άτιμοι να με ξεφτιλίζουν όλη μέρα, ήθελαν και ολονύκτιο ξεσάλωσα σε μπουζουκομάγαζα, κλαμπ και μπητς μπαρ νυχτιάτικα. Δεν τους μίλησε κανείς στη ζωή τους, ότι μετά από εντεκάμιση μήνες ρουτίνα, στρες και «τρέξιμο», οι διακοπές είναι η ανάγκη για εσωτερική γαλήνη; Να διαγράψεις από το σκληρό δίσκο του εγκεφάλου σου όλα τα άχρηστα αρχεία της χρονιάς, να κάνεις ένα format, για να έχεις κουράγιο στο μέλλον; Δεν ξέρουν ότι διακοπές είναι να σε χτυπά το δροσερό θαλασσινό αεράκι σε ένα ήσυχο ταβερνάκι πάνω στο κύμα με παγωμένο κρασί και φρέσκο ψάρι με ανθρώπους που αγαπάς και βρήκες επιτέλους χρόνο να ασχοληθείς μαζί τους; Το μπανάκι και το ραχάτι σε μια αμμουδιά, χωρίς γύρω σου φωνές και δονήσεις από σαχλομπίτ, επίδειξη κορμιών, εφετζιλίκι, δήθεν, και τεμέκ άνετοι;
Με συγκινεί πάντως η αφοσίωση τους για εμένα την Κασσάνδρα. Που ταλαιπωρούνται αφάνταστα εγκλωβισμένοι επί ώρες μέσα στα Ι.Χ τους, ιδρωμένοι, νευριασμένοι, ψυχικά εξοντωμένοι, πληρώνοντας αδρά παντού για να με δουν έστω για λίγες ώρες. Για τις γυναίκες τους κάνουν τόσες θυσίες….;
Ώσπου κάποια στιγμή δεν άντεξα και γνώρισα ένα καλό παιδί. Εμπρηστή τον έλεγαν. Μου είπε ότι δούλευε για κάποιους κυρίους που θα μπορούσαν να με κάνουν ακόμα πιο ελκυστική γκόμενα . Κάτι σαν πλαστικοί χειρούργοι με τη μέθοδο του σολάριουμ, στο πιο καυτό όμως.
Παρασύρθηκα η κακόμοιρη. Πάνω στον ενθουσιασμό μου για αυτό το παλληκάρι, του λέω ένα τραγούδι της Κούκα: « Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο να πυρποληθώ». Ξαφνικά εκεί που ήμουν στο τσακίρ κέφι λαμπάδιασα. Βρε αγόρι μου τραγούδι είναι, του είπα. Τον έχασα. Και όχι μόνο αυτόν. Έχασα τα πάντα. Το πρόσωπο μου, το κορμί μου την ψυχή μου, το υπέροχο πράσινο των πεύκων μου. Την τιμή μου δεν την έχασα, διότι είχε χαθεί ήδη από καιρό..
Και όλοι οι κροκόδειλοι που έκλαιγαν, κλαίνε, και θα κλαίνε στο μέλλον όταν ξανασυμβεί κάτι παρόμοιο, και κατηγορούν αλλήλους, ποτέ όμως τον εαυτό τους, σφυρίζοντας αδιάφορα ότι αυτοί δεν φταίνε ποτέ αλλά πάντα ο εμπρηστής. Και είναι τόσο αχρείοι που κατηγορούν και από πάνω όσους με αυταπάρνηση, ηρωισμό, κίνδυνο της ζωής τους, προσπάθησαν να με σώσουν να μη γίνω σαν ξεροψημένο σουβλάκι από το «Ντερλικατέσεν». Τους πιλότους και τους πυροσβέστες μας δηλαδή.
Προς στιγμή νόμισα ότι με την καταστροφή του 2006, θα με άφηναν επιτέλους ήσυχη στο μαρτύριο που ζούσα και ζω. Που τέτοια τύχη όμως. Για αυτούς, οι λέξεις «σεβασμός στους νόμους και τον συνάνθρωπο» είναι ανύπαρκτες. Συνεχίζουν ακόμη και με σήμερα να με βιάζουν. Κάθε στιγμή και με οποιοδήποτε τρόπο. Με παρανομίες, πονηριές και αυθάδεια στον διπλανό. Το πρόσφατο γεγονός στα μπουζουκομάγαζα του κορμιού μου, είναι απλά η κορυφή του παγόβουνου. Ξέρετε τι πιστεύω; Ότι κανείς τους δεν θέλει να αλλάξουν τα πράγματα προς το κοινό καλό. Κανείς…
Είναι τόσο χυδαίοι όλοι τους (ακόμη και ο περήφανος απλός λαός που συνεχώς γκρινιάζει) που προτιμούν τον συνεχή βιασμό μου, με μόνο στόχο την καλοπέρασή τους…
Καλό καλοκαίρι. Με εκτίμηση Κασσάνδρα Χαλκιδικής