ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΡΑΒΕΝΙΚΕΙΑ ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ

ΑΝΝΑ ΠΑΠΑΓΙΑΝΝΗ

Φιλόλογος

Γεννήθηκα στη Γερμανία και μπορεί να μην είμαι γέννημα, είμαι όμως θρέμμα του τόπου μου. Τόπος μου η Μεγάλη Παναγία, τόπος όμορφος, λατρεμένος, που κάποιος τον απίθωσε θαρρείς στην αγκαλιά του Χτίκελα, εκεί σε μια γωνιά του νότιου τμήματος της βορειοανατολικής Χαλκιδικής, λίγα μόλις χιλιόμετρα μακριά από τη θάλασσα, να σεργιανάει τα χρόνια και τους καιρούς της ιστορίας του∙ μιας ιστορίας που μετρά αιώνες πίσω, όπως μαρτυρούν μεμονωμένα αρχαιολογικά ευρήματα και ανασκαφικές έρευνες στην περιοχή.

Σαν ανηφορίσει κάποιος αργά-αργά τον δρόμο για τον Προφήτη Ηλία και φτάσει στον περίβολό του, θα βρει διάσπαρτα στον χώρο, χνάρια αλλοτινών καιρών, ενδείξεις οικιστικής παρουσίας, που πιστοποιούν τη δράση ανθρώπων που έζησαν κάποτε εκεί. Αλλά και πηγαίνοντας μια βόλτα προς τα Κοιμητήρια μέσα από το κατάφυτο δάσος με τις βελανιδιές, τούτης της συνέχειας στον τόπο και στον χρόνο, θα γίνει κοινωνός συναντώντας το νεκροταφείο με τους θολωτούς τάφους, όπου αναπαύονται γαλήνια πρόγονοι από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Κλείνοντας λίγο τα μάτια μπορεί να τους δει να σεργιανούν στον οικισμό που ανακαλύφθηκε εκειδά, να κάνουν τις καθημερνές δουλειές τους, να έχουν πιάσει το κουβεντολόι, να σιγοτραγουδούν και να προσεύχονται λίγο πιο πέρα, στον πρωτοχριστιανικό κοιμητηριακό ναό με τον περίτεχνο διάκοσμο. Μπορεί ακόμη μέσα στην ησυχία του δάσους, μαζί με το κελάηδισμα των πουλιών, να αφουγκραστεί φωνές, γέλια και τον ήχο της περπατησιάς τους πάνω στα ξερά φθινοπωριάτικα φύλλα. Κι αν πάλι αποφασίσει να σεργιανίσει κοντά σε κάποιο από τα πολλά καστέλια, τα οποία πιθανολογείται ότι κρύβονται στα οικοδομικά λείψανα που βρίσκονται σπαρμένα εδώ κι εκεί γύρω από το χωριό και οριοθετούν τον χώρο, ίσως τρομάξει από κραυγές πολεμικές και άλλες αγωνίας ή θριάμβου, από μάχες με κουρσάρους και Άραβες πειρατές. Στη νίκη των κατοίκων σε μια τέτοια μάχη, εικάζεται από πολλούς σύμφωνα με την παράδοση, ότι μπορεί να οφείλεται η ονοματοδοσία της περιοχής, χωρίς όμως να υπάρχουν ιστορικά στοιχεία γι αυτό.

Αραβενίκεια, λοιπόν, το πρωτινό όνομα του τόπου μου, γραμμένο σε βυζαντινά χρυσόβουλα, καλά φυλαγμένα στα μοναστήρια του Αγίου Όρους. Το 942 μ.Χ. συναντάται σε κάποιο από αυτά η πρώτη γραπτή αναφορά του και ως τον 13ο αιώνα η Αραβενίκεια αποτελεί έδρα του ομώνυμου κατεπανικίου της περιοχής, που απλώνεται μες στον βαθύσκιο Κάκαβο με τις υπεραιωνόβιες δρυς και τις οξιές τις χρυσοκίτρινες, τους σπάνιους ίταμους και τα αγριοπούρναρα, δάσος αρχέγονο, παρακαταθήκη εκείνων των μακρινών μα ακριβών προγόνων που είχαν τις εστίες τους κάπου εκεί γύρω, στον Ποκρεντό, στην Τιμωτού και στα Άτουβλα -μεταξύ άλλων οικισμών- και τα ονόματά τους, μαζί με τα περιουσιακά τους στοιχεία, καταγράφονται σε έγγραφα της εποχής. Όλοι ετούτοι οι μικροί οικισμοί, μετά τον 14ο αιώνα, συγκροτούν το ομώνυμο χωριό.

Από τον 15ο αιώνα το όνομα αυτό αρχίζει να παραφθείρεται, η ιστορία του τόπου όμως συνεχίζεται. Χρόνοι δίσεχτοι έρχονται, αφού οι Τούρκοι πια έχουν κυριεύσει τη Χαλκιδική. Σε απογραφή που γίνεται στα μέσα του ίδιου αιώνα, το χωριό αναφέρεται πλέον ως Ρεβενίκ, έχει σαράντα ένα σπίτια και οι κάτοικοί του είναι όλοι χριστιανοί, ενώ σε απογραφή του 1771 αριθμεί εκατόν ενενήντα ένα σπίτια. Κάποιοι περιηγητές τα επόμενα χρόνια το καταγράφουν και ως Γρεβενίκια, για να οριστικοποιηθεί μετά τον 18ο αιώνα στο γνωστό σε μας Ρεβενίκια (κατά μία ερμηνεία, όπως γράφει στο Ημερολόγιον της Χαλκιδικής ο π. Ν. Ηλίας, προέρχεται από το Ρεβένκιοϊ, που σημαίνει χωριό χτισμένο μέσα σε χαράδρες).

Κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας τα Ρεβενίκια με άλλα έντεκα χωριά αποτελούν την Ομοσπονδία των Μαντεμοχωρίων, που απολαμβάνει ιδιαίτερα προνόμια από τους Τούρκους, αρκεί να καταβάλλει στην Πύλη διακόσιες είκοσι οκάδες ασήμι κάθε χρόνο, και τα απαιτούμενα σιτηρά για τις ανάγκες του Μαδέμ αγά. Ενδιαφέρον έχει δε, η στάση των προγόνων μας Μαδεμοχωριτών, που σύμφωνα με τον Ούρκουαρτ, περιηγητή της εποχής, όπως διαβάζουμε και πάλι στο Ημερολόγιον της Χαλκιδικής, με ιδιαίτερη σοφία, όταν πια δεν μπορούσαν να καλύψουν το ασήμι που προβλεπόταν, επειδή «ἠλλαττώθη ἡ ἐκ τῶν μεταλλείων πρόσοδος […] ἵνα ἀποφύγωσι πᾶσαν ἀφορμήν ἐπεμβάσεως, προετίμων […] συμπληρῶσι τάς 220 ὀκάδας ἀργύρου ἀγοράζοντες Ἰσπανικά τάληρα καί χύνοντες αὐτά καί στέλλοντες […] ὡς ἄν παρήγοντο ἐκ τῶν μεταλλείων [.…] διότι σώζοντες τήν ἐλευθέραν ἐνάσκησιν τῶν κοινοτικῶν αὐτῶν θεσμῶν, ἔσωζον συνάμα τήν ἐλευθερίαν τῆς γεωργίας καί τῆς ἐμπορίας, δι’ ἧς […] συνέλεγον ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῆς γονίμου ἐκείνης χώρας, θησαυρούς μείζονας τῶν πρότερον ἀναζητουμένων ἐν σπλάχνοις τῆς γῆς».

Μετά την κήρυξη της επανάστασης του 1821 και ενώ το λάβαρό της σηκώνεται και στη Χαλκιδική που διψά για λευτεριά, οι κάτοικοι των Μαντεμοχωρίων, μαζί τους και οι Ρεβενικιώτες, ενώνονται με ένα από τα δύο σώματα του Εμμανουήλ Παπά και αγωνίζονται ηρωικά εναντίον των Τούρκων σε έναν αγώνα άνισο, αφού ο αντίπαλος είναι ισχυρότερος και πολυπληθέστερος. Ο Μπαϊράμ πασάς κατακαίει τα χωριά της χερσονήσου. Μαύροι καπνοί παντού στον χαλκιδικιώτικο ουρανό. Από τη μανία του δεν γλιτώνουν ούτε τα Ρεβενίκια, όπως αποδεικνύεται από έγγραφα, σύμφωνα με τα οποία οι τουρκικές αρχές απαλλάσσουν από τους φόρους του 1822 συν τοις άλλοις και τους κατοίκους του χωριού, καθώς λόγω της ολοσχερούς καταστροφής αδυνατούν να ανταπεξέλθουν στη φορολογία του κατακτητή. Οι Ρεβενικιώτες σκορπίζονται ανέστιοι, κυρίως στις Σποράδες, απ’ όπου επιστρέφουν σταδιακά μέχρι το 1830-1831 προσπαθώντας να αναστήσουν τη γενέθλια γη από τις στάχτες.

Ορόσημο για την ιστορία του τόπου αποτελεί η ανεύρεση -με θαυμαστό τρόπο- της εικόνας της Παναγίας το 1860. Το χρονικό όπως το κατέγραψε ο μοναχός Χαράλαμπος το 1906 από τις διηγήσεις ανθρώπων που έζησαν εκείνες τις ξεχωριστές στιγμές, έχει ως εξής: Ένα βράδυ η Γερακίνα Στάμου (κατόπιν μοναχή Μαριάμ), μια ηλικιωμένη γυναίκα, απλή, αλλά πολύ ενάρετη, την ώρα που προσευχόταν, βλέπει μπροστά της την Θεοτόκο να της λέει: «Μή φοβοῦ τέκνον μου ἀλλ’ ἀκολούθει μοι». Άφωνη από τη λαχτάρα της, την ακολουθεί και εκείνη, αφού της υποδεικνύει το μέρος, τη στέλνει στους προύχοντες του χωριού, να τους πει να σκάψουν εκεί και να χτίσουν εκκλησία. Η γριά Γερακίνα από τον φόβο της δεν φανερώνει τίποτα σε κανέναν. Έτσι, το άλλο βράδυ παρουσιάζεται πάλι η Παναγία και με πιο επιτακτικό τρόπο αυτή τη φορά της ζητά: «νά εἴπης στούς πρώτους τοῦ χωρίου σου νά ἔλθωσι νά σκάψωσιν ἐδῶ καί νά κάμωσι ἐκκλησίαν εἰς τό ὄνομά μου […] εἰς τήν ἀνασκαφήν θά εὕρωσι μίαν εἰκόνα». Πρωί-πρωί πιάνει τους προύχοντες και τους εξιστορεί με αγωνία όσα συνέβηκαν, αλλά μάταια. Γι’ αυτό η Παναγία εμφανίζεται και τρίτο βράδυ και την προστάζει τώρα να τους μηνύσει να πραγματοποιήσουν το θέλημά της, γιατί θα πέσει θανατικό σε ζώα και ανθρώπους, όπως και έγινε βέβαια, αφού κανείς δεν έδωσε σημασία στα λεγόμενά της. Της δίνει μάλιστα κι ένα χρυσό φλουρί, για να σταυρώνει τα πάσχοντα ζώα και τους άρρωστους ανθρώπους, για να θεραπευτούν. Όταν αρχίζουν να ψοφούν τα ζώα των Ρεβενικιωτών, μόνο τότε εκείνοι πιστεύουν στα λόγια της ηλικιωμένης γυναίκας, μετανοούν, αρχίζουν να σκάβουν και ω του θαύματος βρίσκουν την αγία εικόνα της (η παράδοση λέει ότι πρόκειται για μία από τις εικόνες που αγιογράφησε ο ευαγγελιστής Λουκάς) και στο ίδιο μέρος αγίασμα. Οι κάτοικοι του τόπου, μα και από τις γύρω περιοχές, με δάκρυα χαράς και ευγνωμοσύνης προστρέχουν καθημερινά στο σημείο και προσκυνούν τη χάρη της. Άπειρα θαύματα ακολουθούν και σύντομα χτίζεται λαμπρός ναός, αφιερωμένος στην Κοίμηση της Θεοτόκου που ολοκληρώνεται το 1863, ενώ γύρω στο 1870 κατασκευάζεται το περίτεχνο ξυλόγλυπτο τέμπλο του, που λέγεται ότι κόστισε 700 τουρκικές λίρες. Πολλοί οι ασθενείς που θεραπεύονται από την Παναγία, των «Ρεβενικίων το κλέος», και ακόμη πιο πολλοί οι πιστοί που προσέρχονται κατά χιλιάδες να προσκυνήσουν και να την ευχαριστήσουν όλον τον χρόνο, αλλά κυρίως την περίοδο του Δεκαπενταύγουστου, που πανηγυρίζει ο ναός. Λέγεται ότι οι προσκυνητές περνούσαν για μέρες με τα μουλάρια τους στολισμένα με πολύχρωμα υφαντά κιλίμια στη διάρκεια της γιορτής, που αργότερα συνδυάστηκε με εμποροπανήγυρη και ζωοπανήγυρη. Το Ιερό Προσκύνημα, λοιπόν, γίνεται στήριγμα και παρηγοριά για το χωριό, αποκτά ξεχωριστή σημασία για τη ζωή των κατοίκων και επηρεάζει την πνευματική και οικονομική ζωή του τόπου.

Το 1878 τα έσοδα της «ἐν Ρεβενικίοις ἐκκλησίας δύνανται νά διατηρήσωσι σχολεῖα τακτικά». Έτσι, με την οικονομική υποστήριξη του Ιερού Προσκυνήματος, από τη χρονιά εκείνη λειτουργεί Ελληνική σχολή. Αναφορά στην ύπαρξη σχολείου έχουμε και το 1887. Επιπλέον, από το αρχείο του Δημοτικού σχολείου Μεγάλης Παναγίας πληροφορούμαστε ότι, πριν την απελευθέρωση από τους Τούρκους το 1912, λειτουργεί Αστική Σχολή στα Ρεβενίκια με έξι τάξεις, ένα νηπιακό τμήμα και δύο γυμνασιακές τάξεις,. Το γεγονός αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, καθώς τα σχολεία, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, επωμίζονται από τη μια με το βάρος της διατήρησης της ελληνικής γλώσσας και από την άλλη με τη διατήρηση και τόνωση της εθνικής ταυτότητας, αφού αποτελεί διακαή πόθο και σκοπό η απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους, ενώ έχει ήδη κάνει την εμφάνισή του από το τέλος του Κριμαϊκού Πολέμου, ένας άλλος μεγάλος εχθρός του ελληνισμού, ο πανσλαβισμός.

Καθώς λοιπόν ο κίνδυνος του πανσλαβισμού είναι πλέον ορατός, Ρώσοι μοναχοί της Ιεράς Μονής Αγίου Παντελεήμονος του Αγίου Όρους εκδηλώνουν μεγάλο ενδιαφέρον, να αγοράσουν τον ναό της Παναγίας με τη θαυματουργή εικόνα της. Ο περιηγητής Νικόλαος Σχινάς, που περνά από τα Ρεβενίκια εν έτει 1887, αναφέρεται στο γεγονός αυτό: «Τήν ἐκκλησίαν ταύτην ἥν νῦν διαμένουσι δύο ἐκ Ρωσίας καλογραῖαι διά παντοίων μέσων καί πολλῶν χρημάτων ἐζήτησαν νά ἀγοράσωσιν οἱ Ρῶσοι ἀλλ’ ἅπαντες οἱ τῆς Χαλκιδικῆς κάτοικοι κατεξανέστησαν καί παρημπόδισαν τήν ἐγκατάστασιν Ρώσων ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῶν». Ο ίδιος περιηγητής, ταυτόχρονα, δίνει ενδιαφέρουσες πληροφορίες για το χωριό, σημειώνοντας: «τό χωρίον [Ρεβενίκια] ἔχον ἑκατόν ἑξήντα ὀκτώ οἰκογενείας χριστιανῶν γεωργῶν καί μελισσοτρόφων […] ἑπτά παντοπωλεῖα, δύο χάνια, βρύσες, σχολεῖον, ἐκκλησία καί τρία καφεῖα. Τό χωρίον διατρέφει αἶγας, πρόβατα και χοίρους».

Με το Μακεδονικό ήτημα να έχει ήδη τεθεί επί τάπητος, το 1878 οργανώνεται από τη Μακεδονική Επιτροπή, η οποία εδρεύει στην Αθήνα, επανάσταση στη Μακεδονία και φυσικά στη Χαλκιδική. Με την καθοδήγηση των μητροπολιτών Κασσανδρείας, Κωνστάντιου και Ιερισσού και Αγίου Όρους, Θεόκλητου, καθώς και του προξένου της Θεσσαλονίκης, Κωνσταντίνου Βατικιώτη συγκροτούνται επαναστατικές επιτροπές στα χωριά της Χαλκιδικής και δυο σώματα ανταρτών. Στα Ρεβενίκια πρωτοστατούν ο πρόεδρος, Στ. Ιωάννου, οι Γ. Βασιλικού, Ν. Γεωργίου, Γ. Γιουρούκης, Γ. και Ιωάν. Δημητρίου, Κ. Εμμανουήλ, Άγγ. Πανταζής, Δ. Παπά Μόσχου, Γ. Τσιπινιάς και Δ. Χαϊδευτός. Στα δύσκολα χρόνια που ακολουθούν εντείνεται ο αγώνας εναντίον των Τούρκων και των Βουλγάρων. Σημαντική είναι η δραστηριότητα του Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου στην Αθήνα, ο οποίος στέλνει το 1906 στη Μακεδονία μαζί με άλλα ανταρτικά σώματα και αυτό του Γεωργίου Γιαγκλή (από το Γομάτι), με πέντε άντρες, ένας εκ των οποίων είναι ο Ν. Κ. Σέρπης από τα Ρεβενίκια. Επίσης στον κατάλογο με τους Μακεδονομάχους της Χαλκιδικής, που κατάρτισε ο οπλαρχηγός Αθ. Μινόπουλος, διαβάζουμε ότι οι Δημήτριος και Βασίλειος Τσιπινιάς «προσέφεραν καλάς ὑπηρεσίας». Ακόμη οι Δ. Τσιπινιάς, Χαριστός και Γαλατσιάνος είναι μέλη της Επιτροπής Μακεδονικού Αγώνα και συνεργάζονται με τον μητροπολίτη Κασσανδρείας, Ειρηναίο, βοηθώντας το έργο των ομάδων στη Χαλκιδική, η οποία απελευθερώνεται τελικά από τους Τούρκους το 1912.

Ένα μνημείο «ὑπέρ τῶν ἐν πολέμοις πεσόντων 1912-1922», που δεν σώζεται σήμερα παρά μόνο σε φωτογραφικό αρχείο και στο οποίο καταγράφονται τα ονόματα τριάντα και πλέον παλικαριών του χωριού, φανερώνει τους αγώνες και τη θυσία των Ρεβενικιωτών από την απελευθέρωση (1912) ως τη Μικρασιατική Καταστροφή∙ αγώνες, στους οποίους συμμετέχουν ηρωικά, παίρνοντας δύναμη από την Παναγία τη Ρεβενικιώτισσα, αφού στο Προσκύνημά της λειτουργούνται κάθε φορά, πριν ξεκινήσουν για τον πόλεμο. Η επίσημη αναγνώριση των Ρεβενικίων ως κοινότητα του Ελληνικού κράτους πραγματοποιείται το 1918, ενώ το 1927 η Επιτροπή Μετονομασίας αλλάζει το όνομα του χωριού σε Μεγάλη Παναγία προς τιμήν της μεγάλης προστάτιδάς του. Η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας κλάπηκε το 1978 και δεν έχει βρεθεί ακόμη ως σήμερα παρά τις προσπάθειες, γεγονός που αποτελεί αγκάθι για τους κατοίκους.

Κάπως έτσι φτάνουμε απ’ την Αραβενίκεια στη Μεγάλη Παναγία. Είναι ο τόπος μου κι η ιστορία του∙ τόπος αγαπημένος, ξεχωριστός. Μα είναι και οι μνήμες και οι μυρωδιές του, οι άνθρωποί του, οι ανάσες τους, τα γέλια, οι χαρές και τα νυχτέρια τους∙ τα γλέντια και οι κυριακάτικοι χοροί στον ίσκιο των μεγάλων δέντρων της εκκλησίας του Αγ. Βασιλείου, ή στο Χοροστάσι και στη Βρυσούδα, όπου χόρευαν ξένοιαστοι όλοι μαζί ίσαμε να νυχτώσει. Είναι η πλούσια μουσική παράδοσή του κι οι οργανοπαίχτες του. Οι γλυκές, αγαπημένες φωνές, που συντροφεύουν μελωδικά με τα τραγούδια τους αρραβωνιάσματα, γάμους, γιορτές και πανηγύρια.

Οι ασβεστωμένοι τοίχοι κι οι αυλές του. Τα έθιμα κι οι παραδόσεις του. Είναι στιγμές αξέχαστες, μοναδικές των παιδικών μου χρόνων ή θύμησες ακριβές αγαπημένων προγόνων, που άφησαν ανεξίτηλο το σημάδι τους στην καρδιά μου. Θύμησες ακριβές που ελπίζω ότι θα γίνουν μνήμη ζωντανή αφήνοντας το αποτύπωμά τους και σε όσους ακολουθούν, κάνοντάς τους συμμέτοχους και κοινωνούς της ιστορίας και της παράδοσης του.

Βιβλιογραφία

Βουζονίκος Γιάννης 2004. ΜΕΓ. ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΑ ΠΑΛΙΑ ΡΕΒΕΝΙΚΙΑ, Εκπολιτιστικός και Επιμορφωτικός Σύλλογος Μεγαλοπαναγιωτών Θεσσαλονίκης.

Μορφωτικός και Πολιτιστικός Σύλλογος Μεγαλοπαναγιωτών Χαλκιδικιωτών Θεσσαλονίκης 2010. ΝΙΚΟΛΑΟΥ Μ. ΗΛΙΑ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ ΤΗΣ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ, Δια Βίου.

Παπαβασιλείου Γιώργος 2019. ΕΡΓΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΝΑΓΙΑ ΑΡΑΒΕΝΙΚΑΙΑ, Πολιτιστικός Σύλλογος Μεγαλοπαναγιωτών Θεσσαλονίκης.

Παπαγιάννη Άννα 2001. Διαδρομές στο Παρελθόν ΜΕΓ. ΠΑΝΑΓΙΑ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ 1887-1978, Δια Βίου.

Οι φωτογραφίες είναι από το φωτογραφικό αρχείο του Δούκα Βασίλη.

ΠΑΓΧΑΛΚΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, Τεύχος 46ο

Aκολουθήστε μας στο Google News!


To ergoxalkidikis.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές, καθώς αυτές εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη, σχολιαστή ή αρθρογράφο.


Απάντηση