ΑΡΝΑΙΑ. ΝΟΣΤΑΛΓΙΑΣ ΤΟ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ
ΓΙΑΝΝΗΣ Χ. ΚΑΡΑΜΙΧΟΣ
Φιλόλογος – ποιητής
… Τώρα μέτοικος στη Σαλονίκη
στροφιλίζομαι στο ρυθμό της
και στην ανάσα μιας δεύτερης πατρίδας.
Στης πρωτινής πατρίδας μου το φως
θα ήθελα να ζω.
Της πρωτινής πατρίδας μου το φως
παντού με ακολουθεί.
(«Μέτοικος» από την ποιητική μου συλλογή «Απολογισμός»)
Την ιστορική πορεία της Αρναίας αφήνω να ξεδιπλώσουν πρόσωπα καταξιωμένα στη συνείδηση των συμπατριωτών μου για την επιστημονική τους τεκμηρίωση και κατάρτιση. Θα περιοριστώ λοιπόν σε ένα επιτακτικό πισωγύρισμα καθώς η μνήμη μου υπαγορεύει να ποτίσω τις ρίζες της που … θέλουν νερό και λίπασμα / και της ψυχής την εφηβεία … το οξυγόνο θέλουν της νοσταλγίας / και θα μείνουν απείραχτες («Ίχνη στο χρόνο»).
Ο τόπος, ο χρόνος και τα πρόσωπα συνθέτουν τα κύρια χαρακτηριστικά της μνήμης, που η γενιά μου τα βίωσε στη ρεαλιστική τους διάσταση. Για αυτό και ο απόηχός τους άφησε τη σφραγίδα του στις ψυχές μας και η επιστροφή στο χρόνο, όσο ζοφερός κι αν υπήρξε, συνδέεται άρρηκτα με το διαχρονικά ανέγγιχτο φυσικό περιβάλλον, αντανακλώντας αναμνήσεις νοτισμένες από τη χλωρίδα και τους βουκολικούς της ήχους σε μια αδιάσπαστη χρονική συνέχεια. Η φιλτραρισμένη της εικόνα είναι αυτή ενός πολύπαθου παρελθόντος και μιας πολυεπίπεδης λαϊκής παράδοσης, όπως αυτή αποτυπώνεται στα δημοτικά της τραγούδια, στην υφαντική της τέχνη, στη ντοπιολαλιά της, στη βαθειά της θρησκευτικότητα και στο ενδιαφέρον πυκνοδομημένο οικιστικό της σύστημα, που αποπνέει το άρωμα του παρελθόντος ( ένας κόμπος στο λαιμό με παιδεύει, καθώς σεργιανώ τις οδικές της νεροσυρμές).
Μια πολυφωνική χορωδία, μια χρωματική πανδαισία κι ένας μεθυστικός του παραδείσου λειμώνας είναι η είσοδος στη σκιόφιλη Αρναία, όπου σε υποδέχονται οι ανθισμένες καστανιές του Χολομώντα.
Αγαθών προθέσεων οι συμπατριώτες μου με έναν καλοπροαίρετο σκωπτικό λόγο, αποδέχονται σε προσωπικό επίπεδο τα πειράγματα και τα κάθε είδους ευφυολογήματα αποδεικνύοντας μια θυμόσοφη και καλώς εννοούμενη αριστοφανική διάθεση. Φιλόξενοι και δοτικοί μοιράζονται τις έγνοιες, τις χαρές και τις λύπες τους. Στις ταπεινές γειτονιές γράφουν την ιστορία και κτίζουν το κοινωνικό τους προφίλ.
Το τραχύ του κλίματος, εξαιτίας του αείχλωρου ορεινού όγκου του Χολομώντα, διαμόρφωσε το δωρικό τους χαρακτήρα και την τηλεγραφική, σχεδόν συνθηματική τους επικοινωνία με λέξεις οξυγώνιες, χωρίς την προσποιητή αβρότητα των «καθώς πρέπει». Ήρεμοι βιώνουν την καθημερινότητά τους στον ευλογημένο αυτό τόπο, που η φύση τον κέντησε με όλη της τη δεξιοτεχνία. Αγαπημένες φωνές πεφιλημένων μου συμμαθητών το καλωσόρισμα στο κατώι των σπιτιών.
Θλιμμένα χαμόγελα πίσω από του βασιλικού τον ολοπράσινο θύσανο, κρεμασμένα στα περβάζια, με υποδέχονται. Κι αναγνωρίζω πρόσωπα που «έφυγαν» και με αργό, βασανιστικό ρυθμό σε μαστιγώνουν: Γιάννης, Ειρήνη, Άννα, Δέσποινα, Χρήστος, Άγγελος, Στέργιος …
Γρήγορα περάσματα από του νου τις ρωγμές ξυπνούν μνήμες αβάσταχτα νοσταλγικές που διεγείρουν το συναίσθημα. Το καμπαναριό του Αγ. Στεφάνου επιβλητικό με το παλαιικό του ρολόι και το μοναδικό του ηχητικό κάλεσμα αποτελεί τον προπομπό στην πορεία για την αγιορείτικη μοναστηριακή πολιτεία. Το αρχοντικό του Αλεξάνδρου με το Δημαρχείο και το ναό των Αγ. Αναργύρων αγκαλιάζουν το παλιό χοροστάσι που κουβαλάει ανεξίτηλες μνήμες από την κοινωνική ζωή του τόπου. Στη μοναξιά της υπαίθρου ο Προφήτης Ηλίας στην κορυφή του ομώνυμου λοφίσκου με την δρυόφιλη Αγ. Παρασκευή στήνουν διάλογο και καρτερούν την ημέρα της αποκλειστικής τους θρησκευτικής αίγλης.
Εικόνες παρελαύνουν καταιγιστικά στο νου μου καθώς αναμοχλεύω το παρελθόν. Είναι στιγμές που έχω την αίσθηση πως η αναβίωση καθημερινών σκηνών με συνοδεύει με τις ανάσες και το μεθυστικό άρωμα των λουλουδιών καθώς και του νόστου την επιστροφή.
Και είναι τα μοβ ιτσούδια της πρωινής τους έγερσης που μας έφερναν γονυπετείς προσκυνητές στον Επιτάφιο της Μ. Παρασκευής, στολισμένο με τα ματσάκια της παιδικής μας ευλάβειας. Το απροσπέλαστο τείχος του χιονιού, οι παγωμένες ριπές του Χολομώντα, τα κρεμασμένα σπαθιά των κρυσταλλίδων στις στέγες και η λευκή, απόλυτη σιωπή των δρόμων που έφτιαχναν τις πιο όμορφες καρτ-ποστάλ των Χριστουγέννων. Το πανηγύρι της Αγ. Παρασκευής που άνοιγε το σεντούκι των αναμνήσεων για τους απανταχού απόδημους και τις καρδιές στα δημοτικά τραγούδια που το βιολί και το κλαρίνο τα απογείωνε.
Οι μικρές αλάνες στις γειτονιές όπου το παιχνίδι έβρισκε την πιο γνήσια έκφρασή του. Οι κλεφτές ματιές και τα μισά χαμόγελα των κοριτσιών που έστηναν το πιο ρομαντικό, ερωτικό σκηνικό των μαθητικών μας χρόνων καθώς και τα λευκώματα που κυκλοφορούσαν χέρι με χέρι, με τις καρδούλες, τις ανομολόγητες αγάπες και τους αφελείς ορισμούς.
Οι παγωμένες αίθουσες του πέτρινου Σχολείου όπου η μάθηση, ευλογημένη στα χείλη των δασκάλων και των καθηγητών μας, σφυρηλατούσε τον χαρακτήρα μας. Η επιδέξια χρήση της σαΐτας του αργαλειού, που στα ισόγεια των σπιτιών τη συνόδευε το τραγούδι της αγάπης, της ξενιτιάς, του γάμου, υφαίνοντας κόμπο – κόμπο την παράδοση με τις επιτοίχιες «μπάντες» που με τη θεματολογία τους τροφοδοτούσαν για χρόνια τη φαντασία μας. Τα καφενεία των αδερφών Καφετζή, Μπάφκα, Μανασσή και Κοτσάνη στην κεντρική πλατεία, όπου η εκτόνωση των κουρασμένων ανθρώπων έβρισκε διέξοδο στην μικροπολιτική, το φανατισμό και το κουτσομπολιό. Ο υπεραιωνόβιος πλάτανος που με το νερό των σπλάχνων του δρόσιζε τους βιαστικούς ταξιδιώτες των πράσινων λεωφορείων στην οδική Οδύσσεια για τη Θεσσαλονίκη.
Τα ροζιασμένα χέρια των γονιών μου όπου οι βαθιές ανάσες τους έμοιαζαν προσευχές, ενώ στο κρεμασμένο καρφί το λερό πουκάμισο του πατέρα, ποτισμένο στην υγρασία των υπογείων στοών των μεταλλείων του Μποδοσάκη, το ψηλαφούσε η έντονη μυρωδιά της φλαμουριάς και ο ψυχρός άνεμος, κατεβασιά από τα «Ισιώματα». Οι πλατείες του Βαράνου (σήμερα Γερογιάννη) και Καρί-Παζάρ(ι), γειτονικά οικιστικά ξέφωτα, με τα μικρομάγαζα και τις βραδινές συνάξεις των γυναικών για την καθιερωμένη ανασκόπηση της ημέρας.
Σήμερα τα πατρογονικά μας σπίτια, μετά την παρεμβατική αποκατάστασή τους από τον χαρισματικό τεχνολόγο, πολιτικό μηχανικό, πρώην Δήμαρχο, κ. Στέργιο Καραστέργιο διατηρούν την αρχική τους αρχιτεκτονική ταυτότητα που αναδεικνύει με επιτυχία η εξωτερική χρωματική επιλογή, η αμμοβολή των τοίχων και η διαφύλαξη όλων των στοιχείων που συνδέονταν με την καθημερινή τους πρακτική.
Ο Δήμαρχος του δήμου ¨ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ¨, κ. Στυλιανός Βαλιάνος, γέννημα και θρέμμα της Αρναίας, αφουγκράζεται την ανάσα του τόπου και με τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες, τις νομικές του γνώσεις και την εμπειρία του από την θητεία του στην Περιφέρεια πασχίζει να προβάλλει τη μοναδικότητα του τόπου που το CNN, όχι τυχαία, αξιολογεί ως έναν από τους τρεις πρώτους οικισμούς της χώρας μας. Θα ήταν κρίμα από δική μας ολιγωρία να ατονήσει αυτό το πλεονέκτημα. Ο κ. Δημήτρης Κύρου, μέσα από τη σκόνη των αρχείων και τον αδιαμφισβήτητα καλώς εννοούμενο τοπικισμό του, φέρνει στο φως την ιστορία της Αρναίας δίνοντάς μας και το μέτρο σύγκρισης με τη σημερινή πραγματικότητα.
Με ιδιαίτερο ενδιαφέρον αναμένεται το πολυσέλιδο βιβλίο – ξεναγός στο πολιτιστικό παρελθόν και παρόν του κ. Παντελή Ζωγράφου, που η μουσική αναβίωση των δημοτικών τραγουδιών της Αρναίας βρήκε στο πρόσωπό του τον ιδανικό της εκφραστή.
Ας μου συγχωρεθεί ο αυτοπεριορισμός στη θεματική μας επιλογή. Αυτό δε σημαίνει κανενός είδος απαξίωση των υπολοίπων διαμερισμάτων του Δήμου. Είναι η νοσταλγία του μέτοικου που με κάνει να επιστρέφω στις ρίζες μου.
Κλίνω ευλαβικά το γόνυ στα άγια χώματα της γενέτειράς μου με την ευχή να γνωρίσει την πληθυσμιακή ακμή των παλιότερων χρόνων και να αποκτήσει τις υποδομές που θα προσελκύουν το ενδιαφέρον των τουριστών και όχι μόνο.
ΠΑΓΧΑΛΚΙΔΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ, Τεύχος 46ο

Ένα από τα Είκοσι σχέδια από την Αρναία,
Θεσσαλονίκη 1991
(Αρχείο Δημήτρη Κοσμά)
To ergoxalkidikis.gr θεωρεί δικαίωμα του κάθε αναγνώστη να εκφράζει ελεύθερα τις απόψεις του. Ωστόσο, τονίζουμε ρητά ότι αυτό δε σημαίνει ότι υιοθετούμε τις απόψεις αυτές, καθώς αυτές εκφράζουν τον εκάστοτε χρήστη, σχολιαστή ή αρθρογράφο.